κασκορσέ

κασκορσέ
το
(λ. γαλλ.), άκλ., είδος γυναικείας φανέλας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κασκορσές — ο και κασκορσέ, το πλεκτό γυναικείο εσώρουχο, μάλλινο ή βαμβακερό, είδος φανέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache corset (< cacher «κρύβω» + corset «στηθόδεσμος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”